Φαρμακευτική πολιτική: Ο δρόμος για την αμοιβαία ωφέλεια




Γράφει ο Ηλίας Πυρνοκόκης, Head of Value, Access & External Affairs - Chiesi Hellas

Είναι αδιαμφισβήτητο με βάση και τη διεθνή βιβλιογραφία ότι οι δαπάνες για υπηρεσίες υγείας παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις εδώ και δεκαετίες. Το φαινόμενο αυτό είναι πολυπαραγοντικό και δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να αποδίδεται σε μεμονωμένες συνθήκες, όπως ο αυξημένος πληθωρισμός λόγω (και) του πρόσφατου πολέμου στην Ουκρανία ή τα προβλήματα τα οποία εμφανίστηκαν στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα και παράγωγή λόγω της πρόσφατης πανδημίας.

Όπως μας διδάσκουν τα οικονομικά και οι πολιτικές της υγείας, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε κάποιες από τις βασικές αιτίες που δημιουργούν αυτές τις αυξητικές τάσεις μπορούμε να επικεντρωθούμε στις ακόλουθες δυο:
• Στην ανάπτυξη και είσοδο στην αγορά νέων καινοτόμων φαρμάκων υψηλής αξίας τα οποία έχουν βελτιώσει δραστικά την ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
• Στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής όλο και περισσότερων πολιτών παγκοσμίως, η οποία όμως συνοδεύεται και από αύξηση του επιπολασμού χρονίων νοσημάτων, αυξάνοντας συνολικά τις ανάγκες για υπηρεσίες υγείας.


Οι παραπάνω συνθήκες δημιουργούν καθημερινά επιπρόσθετες ανάγκες, οι οποίες με τη σειρά τους απαιτούν πόρους προκειμένου να καλυφθούν. Επειδή οι ανάγκες αυτές αφορούν την υγεία των πολιτών, πολλές φορές δεν αρκεί μόνο η κάλυψη τους, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να εξασφαλίζονται η ταχύτητα και η δικαιοσύνη στην πρόσβαση.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η άσκηση φαρμακευτικής πολιτικής είναι μια δύσκολη εξίσωση όπου πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ επάρκειας, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας και δικαιοσύνης.

Και αν το φαινόμενο της αύξησης των δαπανών για την υγεία είναι παγκόσμιο, η προσέγγιση της λύσης στην παραπάνω εξίσωση είναι, σε γενικές γραμμές, τοπική υπόθεση. Η κάθε χώρα με βάση τις ανάγκες της, τους διαθέσιμους πόρους της, αλλά και τις προτεραιότητες που θέτει συλλογικά σε κοινωνικό και αξιακό επίπεδο, χαράσσει τη δική της πολιτική.

Όμως, ανεξαρτήτως των χωρών και των διαφορετικών χαρακτηριστικών που διέπουν την καθεμία, η χάραξη φαρμακευτικής πολιτικής πρέπει να περιλαμβάνει ένα Όραμα, ένα μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο πλάνο, και τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων μερών (Κράτος, ιατρική και επιστημονική κοινότητα, ασθενείς με τους Εκπρόσωπούς τους και φαρμακευτική βιομηχανία).

Η Ελλάδα έχει μπει σε μια διαδικασία μετασχηματισμού σε πολλές από τις παγιωμένες νοοτροπίες που εφάρμοζε στο παρελθόν. Δυστυχώς, όμως, ακόμα και σήμερα, απουσιάζουν οι παραπάνω βασικές αρχές άσκησης φαρμακευτικής πολιτικής. Συχνά παρατηρείται μια προσπάθεια εύρεσης προσωρινών λύσεων χωρίς να μελετώνται οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, χωρίς μια συνολική θεώρηση του προβλήματος που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι υγειονομικές Αρχές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος προσέγγισης της σημαντικότερης πρόκλησης, της συνεχούς αύξησης της ζήτησης υπηρεσιών υγείας από τους πολίτες. Εξαρχής αντιμετωπίστηκε δημοσιονομικά και όχι συνολικά και μεταρρυθμιστικά. Εδώ και πάνω από μια δεκαετία θεσπίστηκαν οριζόντια κυρίως μέτρα με σκοπό τη μείωση της συμμετοχής του κράτους στη συνολική δαπάνη για την υγεία. Αποκορύφωμα όλων των οριζοντίων μέτρων είναι το Clawback, όπου το κράτος θέτει ένα συγκεκριμένο προϋπολογισμό για το κόστος της φαρμακευτικής κάλυψης και η οποιαδήποτε αύξηση πάνω από αυτό το όριο, επιστρέφεται στο κράτος από τις φαρμακευτικές εταιρείες με βάση το μερίδιο τους στην αγορά.

Το συγκεκριμένο παράδειγμα με το Clawback αναδεικνύει βασικές δομικές αστοχίες του κράτους στη διαχείριση της φαρμακευτικής πολιτικής. Αρχικά, την απουσία συνυπευθυνότητας και κινήτρων για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις από την μεριά του κράτους. Το κράτος ως πληρωτής θέτει το ύψος της δαπάνης αυθαίρετα και χωρίς διαβούλευση όλων των εμπλεκόμενων μερών, το διατηρεί εξίσου αυθαίρετα σταθερό από χρόνο σε χρόνο εδώ και μια δεκαετία, ενώ ταυτόχρονα απαιτεί από όλους τους υπόλοιπους να προσφέρουν συνεχώς περισσότερα, αγνοώντας κάθε άλλη παράμετρο που καλούνται να διαχειριστούν, όπως είναι για παράδειγμα τα ετησίως αυξανόμενα κόστη παραγωγής, μεταφοράς και διάθεσης. Αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της πραγματικότητας αποτελεί η ίδια η δαπάνη για το Clawback, η οποία αυξάνεται κάθε χρόνο αποδεικνύοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι τόσο οι ανάγκες, όσο και η απουσία ελέγχου από τη μεριά του κράτους, δημιουργούν καθημερινά ένα μη βιώσιμο σύστημα. Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν σχεδόν 1 στα 3 φάρμακα που καταναλώνουν οι πολίτες αυτής της χώρας διατίθεται δωρεάν από τις φαρμακευτικές εταιρείας μέσω του Clawback και άλλων υποχρεωτικών επιστροφών (Rebates όγκου πωλήσεων και άλλες θεσμοθετημένες υποχρεωτικές εκπτώσεις). Δεν υπάρχει καμία άλλη χώρα στον ανεπτυγμένο κόσμο όπου η φαρμακοβιομηχανία συνδράμει τόσο πολύ στη φαρμακευτική κάλυψη του πληθυσμού.

Ώρα για νέα αρχή

Η φαρμακευτική πολιτική στην Ελλάδα χρειάζεται επανασχεδιασμό. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές μπορεί και οφείλει να επεξεργαστεί σε διαβούλευση με όλους τους εμπλεκομένους φορείς τέσσερεις σημαντικές πρωτοβουλίες για το φάρμακο.

Αρχικά, θα πρέπει να θέσει το όραμα και τον οδικό χάρτη που οφείλουμε να έχουμε σαν χώρα για την πρόσβαση των πολιτών σε θεραπείες που βελτιώνουν την ζωή τους. Δεύτερον, να φέρει σε διαβούλευση όλους τους εμπλεκόμενους φορείς επιδιώκοντας να εξασφαλίσει ένα ενιαίο πλαίσιο δράσης κοινής αποδοχής, η διάρκεια του οποίου δεν θα περιορίζεται στη θητεία μιας κυβέρνησης ή ενός υπουργού, αλλά θα αποτελεί μακρόπνοη και θεσμική παρακαταθήκη για το σύνολο της κοινωνίας. Τρίτον, το όποιο πλαίσιο δράσης πρέπει να βασίζεται στη λήψη αποφάσεων με βάση επιστημονικά δεδομένα, αξιοποιώντας τον ήδη παραγόμενο πλούτο (ηλεκτρονική συνταγογράφηση) αλλά και δημιουργώντας νέα δεδομένα πραγματικού χρόνου (real world evidence) μέσω ενίσχυσης των ψηφιακών συστημάτων. Τέλος, όλα τα παραπάνω πρέπει και οφείλουν να εφαρμοστούν μέσα από μία αύξηση της χρηματοδότησης του συνόλου των διαδικασιών που θα αποφασιστούν για τον τομέα του φαρμάκου.

Όλα τα ανωτέρω μπορούν να εγγυηθούν ότι κάθε σχέδιο που θα συνδημιουργηθεί και θα κληθεί να εφαρμοστεί, θα μπορέσει να πετύχει ταυτόχρονα τη βελτίωση της αποδοτικότητας του κράτους, τη βελτίωση της ζωής των πολιτών του, και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, δηλαδή να δημιουργηθεί αμοιβαία ωφέλεια για όλους τους εταίρους.


Πηγή: Capital.gr